- ευκομιδής
- εὐκομιδής, -ές (Α)αυτός για τον οποίο έχει επιμεληθεί, έχει φροντίσει κάποιος καλά, ο καλοφροντισμένος («εὐκομιδεῑς νομαί», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κομιδή (< κομίζω «φροντίζω», υποχωρητικός σχηματισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.